- κολαζομένους
- κολάζωcheckpres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
моучимыи — (119) прич. страд. наст. к мѹчити в 1 знач.: сѹщии же бра(т)˫а по плъти. оставльше мира. и быша мьниси. по семь ˫ати быша кн҃земь и мѹчимi бѧхѹ. ПрЛ XIII, 138а; сица же бу(д)ть мч҃нь˫а. иже не вѣруеть къ Б҃у нашему Iс҃у Х(с)у. мч҃ми буду(т) в… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κολάζω — (AM κολάζω) 1. επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («οὐ γάρ τι θανάτῳ τοὺς κακοὺς κολάζομεν», Ευρ.) 2. περιορίζω, μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση ή τα κακά αποτελέσματα μιας πράξης, ενός λόγου ή μιας ενέργειας (α. «για να κολάσει το σφάλμα του, έκανε κι… … Dictionary of Greek
συνείδηση — Κάθε άνθρωπος, που, από ψυχοφυσικής άποψης, δεν απομακρύνεται από το κανονικό, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια κατάσταση που του επιτρέπει να «αντιλαμβάνεται», να «έχει συνείδηση» των όσων συμβαίνουν γύρω του και της ίδιας της… … Dictionary of Greek